Ελαιούντα

Ελαιούντα
Τοπωνυμία της αρχαιότητας. 1. Πόλη και όρμος της Θρακικής χερσονήσου, απέναντι από το Σίγειο. Ήταν αποικία της Τέω, περίφημη για τον τάφο του Πρωτεσίλαου που βρισκόταν εκεί, και για το Πρωτεσιλάειο ιερό το οποίο ήταν αφιερωμένο σε αυτόν. 2. Κωμόπολη κοντά στη Λίρτα της Αργολίδας. 3. Αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής (βλ. λ. Ελαιεύς). Επίσης, τοπωνύμιο διαφόρων νησιών στην Αττική, στη Ρόδο, στην Καρία, στην Κιλικία κ.α.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἐλαιοῦντα — Ἐλαιόεις masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιοῦντα — ἐλαίζω cultivate olives fut part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐλαίζω cultivate olives fut part act masc acc sg (attic epic doric) ἐλαιόω oil pres part act neut nom/voc/acc pl ἐλαιόω oil pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιοῦντ' — ἐλαιοῦντα , ἐλαίζω cultivate olives fut part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐλαιοῦντα , ἐλαίζω cultivate olives fut part act masc acc sg (attic epic doric) ἐλαιοῦντι , ἐλαίζω cultivate olives fut part act masc/neut dat sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλαιοῦντ' — Ἐλαιοῦντα , Ἐλαιόεις masc/fem acc sg Ἐλαιοῦντι , Ἐλαιόεις masc/fem dat sg Ἐλαιοῦντε , Ἐλαιόεις masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρταΰκτης — (5ος αι. π.Χ.). Κυβερνήτης της Σηστού στον Ελλήσποντο. Ήταν γιος του Χοράσμου, που εξαπάτησε τον Ξέρξη και πήρε την άδεια να συλήσει τον τάφο του Πρωτεσίλαου στον Ελαιούντα της Χερσονήσου, με το επιχείρημα πως ο ήρωας αυτός είχε εκστρατεύσει κατά …   Dictionary of Greek

  • Μάδυτος — Αρχαία πόλη της Θρακικής χερσονήσου, που ήταν χτισμένη ανάμεσα στη Σηστό και στον Ελαιούντα και απέναντι από την Άβυδο. Ιδρύθηκε τον 7o αι. π.Χ. από Αιολείς αποίκους της Λέσβου και ήταν επίσης γνωστή με τις ονομασίες Μαδυτός και Μάδυτα. Την… …   Dictionary of Greek

  • Σεβαστή — I Όνομα αρχαίων πόλεων της Μ. Ασίας και της Παλαιστίνης. 1. Πόλη της Λυδίας, ερείπια της οποίας βρέθηκαν σε ανασκαφές που έγιναν τα τελευταία χρόνια, κοντά στο σημερινό Σελτυζκλέρ Από τα μνημεία και τις επιγραφές συμπεραίνεται ότι στην ίδια θέση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”